- κατακτόν
- κατακτόςcapable of being brokenmasc acc sgκατακτόςcapable of being brokenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακτός — (I) κατακτός, ή, όν (Α) [κατάννυμι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να σπάσει («ξύλον κατακτὸν μὲν ὄν, θραυστὸν δ oὔ» ξύλο το οποίο μπορεί να κοπεί, να σπάσει αλλά δεν είναι εύθραυστο δεν σπάει σε πολλά κομμάτια, Αριστοτ.). (II) κατακτός, ή, όν… … Dictionary of Greek